stand one's ground
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαstand one's ground (en) (ιδιωματισμός)
- υπερασπίζομαι, κρατάω τις θέσεις μου, συνεχίζω με τις απόψεις ή τις προθέσεις μου όταν κάποιος μου εναντιώνεται και θέλει να αλλάξω
- ⮡ He passionately stood his ground.
- Υπερασπίζεται με πάθος τις θέσεις του.
- ⮡ He passionately stood his ground.
- αμύνομαι, αντιμετωπίζω μια κατάσταση και αρνούμαι να φύγω
- ⮡ Our soldiers stood their ground gallantly.
- Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν γενναία.
- ⮡ Our soldiers stood their ground gallantly.