Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

stand one's ground < → δείτε τις λέξεις stand, one's και ground

  Έκφραση επεξεργασία

stand one's ground (en) (ιδιωματισμός)

  1. υπερασπίζομαι, κρατάω τις θέσεις μου, συνεχίζω με τις απόψεις ή τις προθέσεις μου όταν κάποιος μου εναντιώνεται και θέλει να αλλάξω
    He passionately stood his ground.
    Υπερασπίζεται με πάθος τις θέσεις του.
  2. αμύνομαι, αντιμετωπίζω μια κατάσταση και αρνούμαι να φύγω
    Our soldiers stood their ground gallantly.
    Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν γενναία.

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία