hold one's ground
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του stand one's ground
- ⮡ Our soldiers held their ground gallantly.
- Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν γενναία.
- ⮡ Our soldiers held their ground gallantly.