ευπρόσβλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαευπρόσβλητος, -η, -ο
- που εύκολα μπορεί κανείς να του επιτεθεί αποτελεσματικά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευπρόσβλητος
|
ευπρόσβλητος, -η, -ο
|