προπαιδεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπαιδεία < αρχαία ελληνική προπαιδεία < πρό + παιδεία < παῖς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπαιδεία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προπαιδεία
|
Δείτε επίσης : προπαίδεια, προπαίδευση |
προπαιδεία θηλυκό
|