προπαίδευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προπαίδευση | οι | προπαιδεύσεις |
γενική | της | προπαίδευσης* | των | προπαιδεύσεων |
αιτιατική | την | προπαίδευση | τις | προπαιδεύσεις |
κλητική | προπαίδευση | προπαιδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπαιδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαίδευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προπαίδευ(σις) + -ση. Μορφολογικά, προ- + παίδευση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈpe.ðef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐παί‐δευ‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
προπαίδευση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπαιδεύω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις προπαιδεύω, παιδεύω και παιδεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπαίδευση
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .