προπαίδευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προπαίδευσῐς | αἱ | προπαιδεύσεις | ||||
γενική | τῆς | προπαιδεύσεως | τῶν | προπαιδεύσεων | ||||
δοτική | τῇ | προπαιδεύσει | ταῖς | προπαιδεύσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προπαίδευσῐν | τὰς | προπαιδεύσεις | ||||
κλητική ὦ! | προπαίδευσῐ | προπαιδεύσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προπαιδεύσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προπαιδευσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προπαίδευσις (ελληνιστική κοινή)< αρχαία ελληνική προπαιδεύ(ω) + -σις, Μορφολογικά, προ- + παίδευσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπαίδευσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη προπαιδεύω
Πηγές
επεξεργασία- προπαίδευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.