ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προπαίδευσῐς αἱ προπαιδεύσεις
      γενική τῆς προπαιδεύσεως τῶν προπαιδεύσεων
      δοτική τῇ προπαιδεύσει ταῖς προπαιδεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προπαίδευσῐν τὰς προπαιδεύσεις
     κλητική ! προπαίδευσῐ προπαιδεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προπαιδεύσει
γεν-δοτ τοῖν  προπαιδευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προπαίδευσις (ελληνιστική κοινή)< αρχαία ελληνική προπαιδεύ(ω) + -σις, Μορφολογικά, προ- + παίδευσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προπαίδευσις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη προπαιδεύω