παίδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παίδευση | οι | παιδεύσεις |
γενική | της | παίδευσης* | των | παιδεύσεων |
αιτιατική | την | παίδευση | τις | παιδεύσεις |
κλητική | παίδευση | παιδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παιδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παίδευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παίδευ(σις) < -ση < παιδεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.ðef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐δευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαίδευση θηλυκό
- (λόγιο) η αγωγή, ο τρόπος διαπαιδαγώγησης
- (λόγιο) η μόρφωση, η καλλιέργεια ενός ανθρώπου
Συγγενικά
επεξεργασία- παίδεμα, παιδεμός, παίδεψη (σημασία ταλαιπωρία)
- παιδευτικός
- → και δείτε τη λέξη παιδεύω
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παίδευση
|
Πηγές
επεξεργασία- παίδευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.