τηλεκπαίδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεκπαίδευση | οι | τηλεκπαιδεύσεις |
γενική | της | τηλεκπαίδευσης | των | τηλεκπαιδεύσεων |
αιτιατική | την | τηλεκπαίδευση | τις | τηλεκπαιδεύσεις |
κλητική | τηλεκπαίδευση | τηλεκπαιδεύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηλεκπαίδευση: νεολογισμός του 21ου αιώνα < τηλ(ε)- + εκπαίδευση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική teletraining
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.lekˈpe.ðef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λεκ‐παί‐δευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεκπαίδευση θηλυκό
- (εκπαίδευση) εκπαίδευση ατόμων από απόσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασία- σύγχρονη τηλεκπαίδευση: όταν βρίσκονται όλοι μαζί οι εκπαιδευόμενοι την ίδια στιγμή μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλου εικονικού τρόπου και εκπαιδεύονται συγχρόνως
- ασύγχρονη τηλεκπαίδευση: όταν δε βρίσκονται όλοι μαζί οι εκπαιδευόμενοι την ίδια στιγμή μέσω τηλεδιάσκεψης ή άλλου εικονικού τρόπου και εκπαιδεύονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (όποτε μπορεί ο καθένας)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεκπαίδευση
Πηγές
επεξεργασία- τηλεκπαίδευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)