Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπαιδευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπαιδευόμεν
ος
η
εκπαιδευόμεν
η
το
εκπαιδευόμεν
ο
γενική
του
εκπαιδευόμεν
ου
της
εκπαιδευόμεν
ης
του
εκπαιδευόμεν
ου
αιτιατική
τον
εκπαιδευόμεν
ο
την
εκπαιδευόμεν
η
το
εκπαιδευόμεν
ο
κλητική
εκπαιδευόμεν
ε
εκπαιδευόμεν
η
εκπαιδευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπαιδευόμεν
οι
οι
εκπαιδευόμεν
ες
τα
εκπαιδευόμεν
α
γενική
των
εκπαιδευόμεν
ων
των
εκπαιδευόμεν
ων
των
εκπαιδευόμεν
ων
αιτιατική
τους
εκπαιδευόμεν
ους
τις
εκπαιδευόμεν
ες
τα
εκπαιδευόμεν
α
κλητική
εκπαιδευόμεν
οι
εκπαιδευόμεν
ες
εκπαιδευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπαιδευόμενος
< παθητική μετοχή ενεστώτα του
εκπαιδεύω
Μετοχή
επεξεργασία
εκπαιδευόμενος
που εκπαιδεύεται σε μία τέχνη, επιστήμη, επάγγελμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπαιδευόμενος
αγγλικά
:
trainee
(en)