↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεδιάσκεψη οι τηλεδιασκέψεις
      γενική της τηλεδιάσκεψης* των τηλεδιασκέψεων
    αιτιατική την τηλεδιάσκεψη τις τηλεδιασκέψεις
     κλητική τηλεδιάσκεψη τηλεδιασκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεδιασκέψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεδιάσκεψη (νεολογισμός) < τηλε- + διάσκεψη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική teleconference)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τηλεδιάσκεψη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τηλεδιάσκεψηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τηλεδιάσκεψη - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 7, έτος 2000.