↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεκπαίδευση οι συνεκπαιδεύσεις
      γενική της συνεκπαίδευσης* των συνεκπαιδεύσεων
    αιτιατική τη συνεκπαίδευση τις συνεκπαιδεύσεις
     κλητική συνεκπαίδευση συνεκπαιδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεκπαιδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεκπαίδευση < συνεκπαιδεύω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεκπαίδευση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία