συνεκπαιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεκπαιδεύω < μεσαιωνική ελληνική συνεκπαιδεύω[1] [2] < αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω < παιδεύω < παῖς
Ρήμα
επεξεργασίασυνεκπαιδεύω (παθητική φωνή: συνεκπαιδεύομαι)
- εκπαιδεύω από κοινού, μαζί με άλλους
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεκπαιδεύω | συνεκπαίδευα | θα συνεκπαιδεύω | να συνεκπαιδεύω | συνεκπαιδεύοντας | |
β' ενικ. | συνεκπαιδεύεις | συνεκπαίδευες | θα συνεκπαιδεύεις | να συνεκπαιδεύεις | συνεκπαίδευε | |
γ' ενικ. | συνεκπαιδεύει | συνεκπαίδευε | θα συνεκπαιδεύει | να συνεκπαιδεύει | ||
α' πληθ. | συνεκπαιδεύουμε | συνεκπαιδεύαμε | θα συνεκπαιδεύουμε | να συνεκπαιδεύουμε | ||
β' πληθ. | συνεκπαιδεύετε | συνεκπαιδεύατε | θα συνεκπαιδεύετε | να συνεκπαιδεύετε | συνεκπαιδεύετε | |
γ' πληθ. | συνεκπαιδεύουν(ε) | συνεκπαίδευαν συνεκπαιδεύαν(ε) |
θα συνεκπαιδεύουν(ε) | να συνεκπαιδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεκπαίδευσα | θα συνεκπαιδεύσω | να συνεκπαιδεύσω | συνεκπαιδεύσει | ||
β' ενικ. | συνεκπαίδευσες | θα συνεκπαιδεύσεις | να συνεκπαιδεύσεις | συνεκπαίδευσε | ||
γ' ενικ. | συνεκπαίδευσε | θα συνεκπαιδεύσει | να συνεκπαιδεύσει | |||
α' πληθ. | συνεκπαιδεύσαμε | θα συνεκπαιδεύσουμε | να συνεκπαιδεύσουμε | |||
β' πληθ. | συνεκπαιδεύσατε | θα συνεκπαιδεύσετε | να συνεκπαιδεύσετε | συνεκπαιδεύστε | ||
γ' πληθ. | συνεκπαίδευσαν συνεκπαιδεύσαν(ε) |
θα συνεκπαιδεύσουν(ε) | να συνεκπαιδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνεκπαιδεύσει | είχα συνεκπαιδεύσει | θα έχω συνεκπαιδεύσει | να έχω συνεκπαιδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνεκπαιδεύσει | είχες συνεκπαιδεύσει | θα έχεις συνεκπαιδεύσει | να έχεις συνεκπαιδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνεκπαιδεύσει | είχε συνεκπαιδεύσει | θα έχει συνεκπαιδεύσει | να έχει συνεκπαιδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεκπαιδεύσει | είχαμε συνεκπαιδεύσει | θα έχουμε συνεκπαιδεύσει | να έχουμε συνεκπαιδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνεκπαιδεύσει | είχατε συνεκπαιδεύσει | θα έχετε συνεκπαιδεύσει | να έχετε συνεκπαιδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεκπαιδεύσει | είχαν συνεκπαιδεύσει | θα έχουν συνεκπαιδεύσει | να έχουν συνεκπαιδεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεκπαιδεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνεκπαιδεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ συνεκπαιδεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)