παιδεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
παιδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παιδεύω
- θα παιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παιδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
παιδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παίδευση