παίδεψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παίδεψη | οι | παίδεψες |
γενική | της | παίδεψης | — | |
αιτιατική | την | παίδεψη | τις | παίδεψες |
κλητική | παίδεψη | παίδεψες | ||
Κλίση της δημοτικής για λαϊκότροπη λέξη. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παίδεψη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παίδεψη < αρχαία ελληνική παίδευσις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpe.ðe.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐δε‐ψη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαίδεψη θηλυκό
- (λαϊκότροπο) ο παιδεμός, το παίδεμα, η ταλαιπωρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία παίδεψη
|
Πηγές
επεξεργασία- «παιδεμός (& παίδεψη)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- παίδεψη < παίδε(ψις) + -ψη < παίδευσις με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [fs] > [ps][1] < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική παίδευσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαίδεψη θηλυκό
- άλλη μορφή του παίδευσις
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Όπως στο ανάπαψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- παίδευσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].