Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπαίδεια οι προπαίδειες
      γενική της προπαίδειας των προπαιδειών
    αιτιατική την προπαίδεια τις προπαίδειες
     κλητική προπαίδεια προπαίδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπαίδεια < αρχαία ελληνική προπαιδεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπαίδεια θηλυκό

  1. πίνακας που περιέχει τα γινόμενα όλων των μονοψήφιων αριθμών (και του δέκα)
    δεν έχουν μάθει ακόμα προπαίδεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία