προπαίδεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπαίδεια < αρχαία ελληνική προπαιδεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προπαίδεια θηλυκό
- πίνακας που περιέχει τα γινόμενα όλων των μονοψήφιων αριθμών (και του δέκα)
- δεν έχουν μάθει ακόμα προπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπαίδεια