↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἄπαις οἱ/αἱ ἄπαιδες
      γενική τοῦ/τῆς ἄπαιδος τῶν ἀπαίδων
      δοτική τῷ/τῇ ἄπαιδ τοῖς/ταῖς ἄπαισῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄπαιδα τοὺς/τὰς ἄπαιδᾰς
     κλητική ! ἄπαι ἄπαιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄπαιδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀπαίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄπαις' όπως «ἄπαις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄπαις < ἄ- στερητικό + -παις (παῖς)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄπαις αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο