παιδίσκη
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παιδίσκη | οι | παιδίσκες |
γενική | της | παιδίσκης | — | |
αιτιατική | την | παιδίσκη | τις | παιδίσκες |
κλητική | παιδίσκη | παιδίσκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παιδίσκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδίσκη, υποκοριστικού του ἡ παῖς
Ουσιαστικό Επεξεργασία
παιδίσκη θηλυκό
- (λόγιο ή ειρωνικό, υποκοριστικό) κορίτσι, κοριτσάκι
- ↪ παρίστανε την αθώα παιδίσκη
- (καθαρεύουσα)
- ※ 19ος αιώνας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πατέρα στο σπίτι [1894], διήγημα @ebooks.edu Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου
- Συχνὰ συνέβαινε νὰ ξεχάσῃ ἡ μικρὰ παιδίσκη, πενταέτις ἢ ἑξαέτις, τὸ εἶδος, τὸ ὁποῖον ἐστάλη ν᾽ ἀγοράσῃ, καὶ νὰ εἴπῃ ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων.
- ※ 20ός αιώνας: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Πουλιά του Προύθου» [1935], Ενδοχώρα [¹1945] (Αθήνα: Άγρα, 1980), σ. 53.
- Ἡ κρᾶσις τῆς λυσίκομης παιδίσκης | Μεταβιβάζει τὴν αἰθρία | Στὸ πλήρωμα τοῦ ταξειδιοῦ
- ※ 19ος αιώνας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πατέρα στο σπίτι [1894], διήγημα @ebooks.edu Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου
Μεταφράσεις Επεξεργασία
παιδίσκη
|
Πηγές Επεξεργασία
- παιδίσκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
παιδῐσκα- | |||||
ονομαστική | ἡ | παιδίσκη | αἱ | παιδίσκαι | |
γενική | τῆς | παιδίσκης | τῶν | παιδισκῶν | |
δοτική | τῇ | παιδίσκῃ | ταῖς | παιδίσκαις | |
αιτιατική | τὴν | παιδίσκην | τὰς | παιδίσκᾱς | |
κλητική ὦ! | παιδίσκη | παιδίσκαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παιδίσκᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | παιδίσκαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παιδίσκη < θηλυκό παῖς, παιδ + υποκοριστικό επίθημα -ίσκη, θηλυκό του -ίσκος
Ουσιαστικό Επεξεργασία
παιδίσκη θηλυκό
- (υποκοριστικό) το κοριτσάκι, η κοπελίτσα
- νεαρή δούλη
- η ιερόδουλος
Πηγές Επεξεργασία
- παιδίσκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδίσκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.