διαπαιδαγωγώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπαιδαγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαπαιδαγωγῶ, συνηρημένος τύπος του διαπαιδαγωγέω < δια- + παιδαγωγέω / παιδαγωγῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ða.ɣoˈɣo/ & /ðʝa.pe.ða.ɣoˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐παι‐δα‐γω‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαδιαπαιδαγωγώ, αόρ.: διαπαιδαγώγησα, παθ.φωνή: διαπαιδαγωγούμαι, π.αόρ.: διαπαιδαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: διαπαιδαγωγημένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παιδί και αγωγή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπαιδαγωγώ | διαπαιδαγωγούσα | θα διαπαιδαγωγώ | να διαπαιδαγωγώ | διαπαιδαγωγώντας | |
β' ενικ. | διαπαιδαγωγείς | διαπαιδαγωγούσες | θα διαπαιδαγωγείς | να διαπαιδαγωγείς | ||
γ' ενικ. | διαπαιδαγωγεί | διαπαιδαγωγούσε | θα διαπαιδαγωγεί | να διαπαιδαγωγεί | ||
α' πληθ. | διαπαιδαγωγούμε | διαπαιδαγωγούσαμε | θα διαπαιδαγωγούμε | να διαπαιδαγωγούμε | ||
β' πληθ. | διαπαιδαγωγείτε | διαπαιδαγωγούσατε | θα διαπαιδαγωγείτε | να διαπαιδαγωγείτε | διαπαιδαγωγείτε | |
γ' πληθ. | διαπαιδαγωγούν(ε) | διαπαιδαγωγούσαν(ε) | θα διαπαιδαγωγούν(ε) | να διαπαιδαγωγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπαιδαγώγησα | θα διαπαιδαγωγήσω | να διαπαιδαγωγήσω | διαπαιδαγωγήσει | ||
β' ενικ. | διαπαιδαγώγησες | θα διαπαιδαγωγήσεις | να διαπαιδαγωγήσεις | διαπαιδαγώγησε | ||
γ' ενικ. | διαπαιδαγώγησε | θα διαπαιδαγωγήσει | να διαπαιδαγωγήσει | |||
α' πληθ. | διαπαιδαγωγήσαμε | θα διαπαιδαγωγήσουμε | να διαπαιδαγωγήσουμε | |||
β' πληθ. | διαπαιδαγωγήσατε | θα διαπαιδαγωγήσετε | να διαπαιδαγωγήσετε | διαπαιδαγωγήστε | ||
γ' πληθ. | διαπαιδαγώγησαν διαπαιδαγωγήσαν(ε) |
θα διαπαιδαγωγήσουν(ε) | να διαπαιδαγωγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαπαιδαγωγήσει | είχα διαπαιδαγωγήσει | θα έχω διαπαιδαγωγήσει | να έχω διαπαιδαγωγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαπαιδαγωγήσει | είχες διαπαιδαγωγήσει | θα έχεις διαπαιδαγωγήσει | να έχεις διαπαιδαγωγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαπαιδαγωγήσει | είχε διαπαιδαγωγήσει | θα έχει διαπαιδαγωγήσει | να έχει διαπαιδαγωγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπαιδαγωγήσει | είχαμε διαπαιδαγωγήσει | θα έχουμε διαπαιδαγωγήσει | να έχουμε διαπαιδαγωγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαπαιδαγωγήσει | είχατε διαπαιδαγωγήσει | θα έχετε διαπαιδαγωγήσει | να έχετε διαπαιδαγωγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπαιδαγωγήσει | είχαν διαπαιδαγωγήσει | θα έχουν διαπαιδαγωγήσει | να έχουν διαπαιδαγωγήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαπαιδαγωγούμαι | διαπαιδαγωγούμουν | θα διαπαιδαγωγούμαι | να διαπαιδαγωγούμαι | διαπαιδαγωγούμενος | |
β' ενικ. | διαπαιδαγωγείσαι | διαπαιδαγωγούσουν | θα διαπαιδαγωγείσαι | να διαπαιδαγωγείσαι | ||
γ' ενικ. | διαπαιδαγωγείται | διαπαιδαγωγούνταν | θα διαπαιδαγωγείται | να διαπαιδαγωγείται | ||
α' πληθ. | διαπαιδαγωγούμαστε | διαπαιδαγωγούμασταν διαπαιδαγωγούμαστε |
θα διαπαιδαγωγούμαστε | να διαπαιδαγωγούμαστε | ||
β' πληθ. | διαπαιδαγωγείστε | διαπαιδαγωγούσασταν διαπαιδαγωγούσαστε |
θα διαπαιδαγωγείστε | να διαπαιδαγωγείστε | διαπαιδαγωγείστε | |
γ' πληθ. | διαπαιδαγωγούνται | διαπαιδαγωγούνταν | θα διαπαιδαγωγούνται | να διαπαιδαγωγούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαπαιδαγωγήθηκα | θα διαπαιδαγωγηθώ | να διαπαιδαγωγηθώ | διαπαιδαγωγηθεί | ||
β' ενικ. | διαπαιδαγωγήθηκες | θα διαπαιδαγωγηθείς | να διαπαιδαγωγηθείς | διαπαιδαγωγήσου | ||
γ' ενικ. | διαπαιδαγωγήθηκε | θα διαπαιδαγωγηθεί | να διαπαιδαγωγηθεί | |||
α' πληθ. | διαπαιδαγωγηθήκαμε | θα διαπαιδαγωγηθούμε | να διαπαιδαγωγηθούμε | |||
β' πληθ. | διαπαιδαγωγηθήκατε | θα διαπαιδαγωγηθείτε | να διαπαιδαγωγηθείτε | διαπαιδαγωγηθείτε | ||
γ' πληθ. | διαπαιδαγωγήθηκαν διαπαιδαγωγηθήκαν(ε) |
θα διαπαιδαγωγηθούν(ε) | να διαπαιδαγωγηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαπαιδαγωγηθεί | είχα διαπαιδαγωγηθεί | θα έχω διαπαιδαγωγηθεί | να έχω διαπαιδαγωγηθεί | διαπαιδαγωγημένος | |
β' ενικ. | έχεις διαπαιδαγωγηθεί | είχες διαπαιδαγωγηθεί | θα έχεις διαπαιδαγωγηθεί | να έχεις διαπαιδαγωγηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαπαιδαγωγηθεί | είχε διαπαιδαγωγηθεί | θα έχει διαπαιδαγωγηθεί | να έχει διαπαιδαγωγηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαπαιδαγωγηθεί | είχαμε διαπαιδαγωγηθεί | θα έχουμε διαπαιδαγωγηθεί | να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαπαιδαγωγηθεί | είχατε διαπαιδαγωγηθεί | θα έχετε διαπαιδαγωγηθεί | να έχετε διαπαιδαγωγηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαπαιδαγωγηθεί | είχαν διαπαιδαγωγηθεί | θα έχουν διαπαιδαγωγηθεί | να έχουν διαπαιδαγωγηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαπαιδαγωγημένος - είμαστε, είστε, είναι διαπαιδαγωγημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαπαιδαγωγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαπαιδαγωγημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαπαιδαγωγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαπαιδαγωγημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαπαιδαγωγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαπαιδαγωγημένοι |