Δείτε επίσης: διαπαιδαγωγῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαπαιδαγωγώ, αόρ.: διαπαιδαγώγησα, παθ.φωνή: διαπαιδαγωγούμαι, π.αόρ.: διαπαιδαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: διαπαιδαγωγημένος

  1. (εκπαίδευση) εκπαιδεύω, καθοδηγώ, διαπλάθω, μορφώνω
  2. ανατρέφω με παιδαγωγικά μέσα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία