διαπαιδαγωγήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπαιδαγωγήσιμος < διαπαιδαγωγώ, διαπαιδαγωγη- -σιμος
Επίθετο
επεξεργασίαδιαπαιδαγωγήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί, που μπορεί να υποστεί εκπαίδευση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαπαιδαγωγώ, παιδί και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπαιδαγωγήσιμος
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με διαπαιδαγωγ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- -σιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας