Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπαιδαγωγήσιμος η διαπαιδαγωγήσιμη το διαπαιδαγωγήσιμο
      γενική του διαπαιδαγωγήσιμου της διαπαιδαγωγήσιμης του διαπαιδαγωγήσιμου
    αιτιατική τον διαπαιδαγωγήσιμο τη διαπαιδαγωγήσιμη το διαπαιδαγωγήσιμο
     κλητική διαπαιδαγωγήσιμε διαπαιδαγωγήσιμη διαπαιδαγωγήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπαιδαγωγήσιμοι οι διαπαιδαγωγήσιμες τα διαπαιδαγωγήσιμα
      γενική των διαπαιδαγωγήσιμων των διαπαιδαγωγήσιμων των διαπαιδαγωγήσιμων
    αιτιατική τους διαπαιδαγωγήσιμους τις διαπαιδαγωγήσιμες τα διαπαιδαγωγήσιμα
     κλητική διαπαιδαγωγήσιμοι διαπαιδαγωγήσιμες διαπαιδαγωγήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπαιδαγωγήσιμος < διαπαιδαγωγώ, διαπαιδαγωγη- -σιμος

  Επίθετο επεξεργασία

διαπαιδαγωγήσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία