διαπαιδαγωγημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπαιδαγωγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπαιδαγωγώ
Μετοχή
επεξεργασίαδιαπαιδαγωγημένος, -η, -ο
- που έχει διαπαιδαγωγηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπαιδαγωγημένος
|