οδήγημα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οδήγημα | τα | οδηγήματα |
γενική | του | οδηγήματος | των | οδηγημάτων |
αιτιατική | το | οδήγημα | τα | οδηγήματα |
κλητική | οδήγημα | οδηγήματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οδήγημα ουδέτερο
- η οδήγηση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οδήγημα