behaviour
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
behaviour (en) (βρετανική γραφή)
- (μη μετρήσιμο) η συμπεριφορά
- ↪ They have been disappointed by your behaviour.
- Έχουν απογοητευτεί από τη συμπεριφορά σου.
- ↪ They have been disappointed by your behaviour.