κάμωμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάμωμα | τα | καμώματα |
γενική | του | καμώματος | των | καμωμάτων |
αιτιατική | το | κάμωμα | τα | καμώματα |
κλητική | κάμωμα | καμώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάμωμα < μεσαιωνική ελληνική κάμωμα < καμώνω < κάμνω < αρχαία ελληνική κάμνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάμωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάμω
- (για καρπούς) γίνωμα, ωρίμαση, ωρίμασμα
- (συνήθως πληθυντικός: καμώματα) παράξενη έως και ενοχλητική συμπεριφορά
- τσαχπίνικη γυναικεία συμπεριφορά με σκοπό την (ερωτική) έλξη
- ≈ συνώνυμα: ερωτοτροπίες, νάζια, πείσματα, σκέρτσα
- παιχνιδιάρικη συμπεριφορά παιδιού, μωρού ή ζώου
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά: η νυχτερινή εργασία, στα σκοτάδια, συνήθως έχει πολλές ατέλειες