κάμωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάμωμα | τα | καμώματα |
γενική | του | καμώματος | των | καμωμάτων |
αιτιατική | το | κάμωμα | τα | καμώματα |
κλητική | κάμωμα | καμώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμωμα < καμώ(νω) + -μα < κάμνω < αρχαία ελληνική κάμνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.mo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμωμα ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό καμώματα
- παράξενη έως και ενοχλητική συμπεριφορά
- ≈ συνώνυμα: κατορθώματα (σε ειρωνικό ύφος)
- νάζι, νάζια
- τσαχπίνικη γυναικεία συμπεριφορά με σκοπό την (ερωτική) έλξη
- ≈ συνώνυμα: ερωτοτροπίες, νάζια, πείσματα, σκέρτσα
- παιχνιδιάρικη συμπεριφορά παιδιού, μωρού ή ζώου
- τσαχπίνικη γυναικεία συμπεριφορά με σκοπό την (ερωτική) έλξη
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καμώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάμωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κάμωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καμώματα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- κάμωμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- κάμωμα σελ.3607 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)