Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμωματού οι καμωματούδες
      γενική της καμωματούς των καμωματούδων
    αιτιατική την καμωματού τις καμωματούδες
     κλητική καμωματού καμωματούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμωματού < κάμωμα, καμωματ- + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.mo.maˈtu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μω‐μα‐τού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμωματού θηλυκό

  • γυναίκα που της αρέσει να κάνει καμώματα και να έλκει το ενδιαφέρον (των ανδρών)
    ※  Καμωματού, ναζού, μαστόρισσα, αντροχωρίστρα, ξεμυαλίστρα, / με έκανες και χώρισα και μ’ έδιωξες, κακίστρα.
    Από το τραγούδι Μαστόρισσα καμωματού σε στίχους και μουσική Κώστα Σκαρβέλη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία