Ετυμολογία

επεξεργασία
κάμνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάμνω και τύπος κάνω (με [mn] > [n])

κάμνω, πρτ.: ἔκαμνα, αόρ.: ἔκαμα, και δείτε κάνω

  1. δρω, ενεργώ, κατασκευάζω, εκτελώ, χτίζω
  2. συνευρίσκομαι ερωτικά
  3. ταιριάζω, είμαι κατάλληλος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία