καμώνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμώνομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος καμώνω < αρχαία ελληνική κάμνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈmo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μώ‐νο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
καμώνομαι, πρτ.: καμωνόμουν, στ.μέλλ.: θα καμωθώ, αόρ.: καμώθηκα, μτχ.π.π.: καμωμένος, ενεργητικό καμώνω ιδιωματικό (αποθετικό ρήμα)
- προσποιούμαι, παριστάνω
- ↪ Καμώνεται το νταή, αλλά το βάζει στα πόδια στην πρώτη δυσκολία.
- κάνω καμώματα, νάζια
- [1] σιωπώ
- ↪ Όταν θα τον μαλώσω, εσύ να καμώνεσαι· τσιμουδιά! μη βγάλεις άχνα.
Συγγενικά επεξεργασία
- κάμωμα
- καμωματής
- καμωματού
- καμωμένος & σύνθετα όπως αποκαμωμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμώνομαι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καμώνομαι σελ.3607 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές επεξεργασία
- καμώνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καμώνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καμώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καμώνω