αποκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
.
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αποκαμωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκάμνω και αποκάνω
- ↪ Γύρισε από τη δουλειά αποκαμωμένη και έπεσε κατ' ευθείαν για ύπνο
.
αποκαμωμένος, -η, -ο