καμωτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμωτός < καμω-μένος (κάμνω) + -τός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καμωτός αρσενικό, καμωτή θηλυκό, καμωτό ουδέτερο (δημοτική)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καμωτός
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.