• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καμωτός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Μεταφράσεις
    • 1.4 Πηγές

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική καμωτός καμωτή καμωτό
γενική καμωτού καμωτής καμωτού
αιτιατική καμωτό καμωτή καμωτό
κλητική καμωτέ καμωτή καμωτό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική καμωτοί καμωτές καμωτά
γενική καμωτών καμωτών καμωτών
αιτιατική καμωτούς καμωτές καμωτά
κλητική καμωτοί καμωτές καμωτά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καμωτός < καμω-μένος (κάμνω) + -τός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.mɔˈtɔs/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

καμωτός αρσενικό, καμωτή θηλυκό, καμωτό ουδέτερο (δημοτική)

  1. φτιαγμένος, καμωμένος
  2. χειροποίητος, όχι φυσικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καμωτός
  • → δείτε τη λέξη φτιαγμένος

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  • Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καμωτός&oldid=4682402"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουλίου 2020, στις 06:36

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουλίου 2020, στις 06:36.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie