• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ακάμωτος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική ακάμωτος ακάμωτη ακάμωτο
γενική ακάμωτου ακάμωτης ακάμωτου
αιτιατική ακάμωτο ακάμωτη ακάμωτο
κλητική ακάμωτε ακάμωτη ακάμωτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ακάμωτοι ακάμωτες ακάμωτα
γενική ακάμωτων ακάμωτων ακάμωτων
αιτιατική ακάμωτους ακάμωτες ακάμωτα
κλητική ακάμωτοι ακάμωτες ακάμωτα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακάμωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκάμωτος < α στερητικό + κάμνω

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ακάμωτος

  • που δεν τον έχουν κάμει ακόμη, άφτιαχτος, ακατασκεύαστος


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακάμωτος
  • αγγλικά : unmade (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακάμωτος&oldid=4715747"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie