παιχνιδιάρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιχνιδιάρικος < παιχνιδιάρης + -ικος
Επίθετο επεξεργασία
παιχνιδιάρικος
- που γίνεται για παιχνίδι ή χαριεντισμό, με αστεία ή φιλική ή ερωτική διάθεση
- παιχνιδιάρικα υπονοούμενα
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιχνιδιάρικος
|