ουρανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ουρανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Uringe < αρχαία ελληνική Οὐρανία Ἀφροδίτη (μαρτυρείται από το 1864)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουρανισμός αρσενικό (παρωχημένο, σπάνιο, λόγιο)
- η ανδρική παθητική ομοφυλοφιλία
- ※ κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές που αποζητούσαν μια ελάχιστη κοινωνικότητα , όπως ο ηλιολατρικός - φυσιολατρικός γυμνισμός και οι εναλλακτικοί τρόποι ζωής, οι σεξουαλικές διαφοροποιήσεις, ο ουρανισμός, η παιδεραστία (Ευγένιος Μαθιόπουλος, Η τέχνη πτεροφυεί εν οδύνη: Η πρόσληψη του νεορομαντισμού στο πεδίο της ιδεολογίας, της θεωρίας της τέχνης και της τεχνοκριτικής στην Ελλάδα, εκδ. Ποταμός, 2005, σελ. 113)
- η συμπεριφορά του παθητικού ομοφυλόφιλου άνδρα, οι τρόποι του μπινέ[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουρανισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 281.