Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουρανιστής οι ουρανιστές
      γενική του ουρανιστή των ουρανιστών
    αιτιατική τον ουρανιστή τους ουρανιστές
     κλητική ουρανιστή ουρανιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουρανιστής < γαλλική uraniste < γαλλική uranisme < γερμανική Uranismus, λέξη που δημιούργησε ο Karl Heinrich Ulrichs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουρανιστής αρσενικό

  • (παρωχημένο, σπάνιο) ομοφυλόφιλος (όρος του τέλους του 19ου / αρχών του 20ου αιώνα)
    ※  Για τον Ulrichs οι ουρανιστές στερούνταν κάποιες από τις αντρικές ιδιότητες και πίστευε ότι αποτελούσαν ένα τρίτο φύλο (Αγγελική Αβραμίδου, Επιστημονικές και πολιτισμικές κατασκευές της ομοφυλοφιλίας στο πλαίσιο της Ναζιστικής Ιατρικής: Ευγονισμός, Κοινωνική Υγιεινή, Ιατρικοποίηση Ομοφυλοφιλίας, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2004, σελ. 24 [1])
    ※  Ο Τσακίρης παραθέτει τις διαφορετικές ονομασίες που χρησιμοποι­ούνται για τους ομοφυλόφιλους: παιδεραστής, σοδομιστής, φιλομόφυλος, ουρανιστής (σ. 320-323). (Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα, Εκδ. Θεμέλιο, 2020) Σημείωση του συντάκτη: Το παράθεμα δίνεται ως έχει, αν και ο πρώτος όρος κακώς περιλαμβάνεται στις διαφορετικές ονομασίες


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία