↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοδομιστής οι σοδομιστές
      γενική του σοδομιστή των σοδομιστών
    αιτιατική τον σοδομιστή τους σοδομιστές
     κλητική σοδομιστή σοδομιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοδομιστής < Σόδομα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοδομιστής αρσενικό (θηλυκό σοδομίστρια - πχ. αν φορά στράπον)

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  σοδομία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία