σοδομίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθηλυκό, (αρσενικό σοδομιστής)
- γυναίκα που παίρνει τον ενεργητικό ρόλο κατά την συνουσία, συνήθως με την χρήση σεξουαλικού βοηθήματος (πχ. στράπον), τύπος σαδίστριας