σοδομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασοδομίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σοδομίζω | σοδόμιζα | θα σοδομίζω | να σοδομίζω | σοδομίζοντας | |
β' ενικ. | σοδομίζεις | σοδόμιζες | θα σοδομίζεις | να σοδομίζεις | σοδόμιζε | |
γ' ενικ. | σοδομίζει | σοδόμιζε | θα σοδομίζει | να σοδομίζει | ||
α' πληθ. | σοδομίζουμε | σοδομίζαμε | θα σοδομίζουμε | να σοδομίζουμε | ||
β' πληθ. | σοδομίζετε | σοδομίζατε | θα σοδομίζετε | να σοδομίζετε | σοδομίζετε | |
γ' πληθ. | σοδομίζουν(ε) | σοδόμιζαν σοδομίζαν(ε) |
θα σοδομίζουν(ε) | να σοδομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σοδόμισα | θα σοδομίσω | να σοδομίσω | σοδομίσει | ||
β' ενικ. | σοδόμισες | θα σοδομίσεις | να σοδομίσεις | σοδόμισε | ||
γ' ενικ. | σοδόμισε | θα σοδομίσει | να σοδομίσει | |||
α' πληθ. | σοδομίσαμε | θα σοδομίσουμε | να σοδομίσουμε | |||
β' πληθ. | σοδομίσατε | θα σοδομίσετε | να σοδομίσετε | σοδομίστε | ||
γ' πληθ. | σοδόμισαν σοδομίσαν(ε) |
θα σοδομίσουν(ε) | να σοδομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σοδομίσει | είχα σοδομίσει | θα έχω σοδομίσει | να έχω σοδομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σοδομίσει | είχες σοδομίσει | θα έχεις σοδομίσει | να έχεις σοδομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σοδομίσει | είχε σοδομίσει | θα έχει σοδομίσει | να έχει σοδομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σοδομίσει | είχαμε σοδομίσει | θα έχουμε σοδομίσει | να έχουμε σοδομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σοδομίσει | είχατε σοδομίσει | θα έχετε σοδομίσει | να έχετε σοδομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σοδομίσει | είχαν σοδομίσει | θα έχουν σοδομίσει | να έχουν σοδομίσει |
|