Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πρωκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πρωκτικ
ός
η
πρωκτικ
ή
το
πρωκτικ
ό
γενική
του
πρωκτικ
ού
της
πρωκτικ
ής
του
πρωκτικ
ού
αιτιατική
τον
πρωκτικ
ό
την
πρωκτικ
ή
το
πρωκτικ
ό
κλητική
πρωκτικ
έ
πρωκτικ
ή
πρωκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πρωκτικ
οί
οι
πρωκτικ
ές
τα
πρωκτικ
ά
γενική
των
πρωκτικ
ών
των
πρωκτικ
ών
των
πρωκτικ
ών
αιτιατική
τους
πρωκτικ
ούς
τις
πρωκτικ
ές
τα
πρωκτικ
ά
κλητική
πρωκτικ
οί
πρωκτικ
ές
πρωκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
πρωκτικός
<
πρωκτός
+ -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
πρωκτικός
-ή -ό
του πρωκτού
συνουσία
όπου η διείσδυση του
πέους
γίνεται στον
πρωκτό
αντί στον
κόλπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πρωκτικός
γαλλικά
:
anal
(fr)