Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αγγλικά: strap-on, strap on, strap-on dildo, strapon ή dildo harness

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός στράπον ή στράπονς)

προσδεόμενος δονητής, προσδεόμενος πλαστικός φαλλός

Συνώνυμα επεξεργασία