ζωνάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζωνάτο | τα | ζωνάτα |
γενική | του | ζωνάτου | των | ζωνάτων |
αιτιατική | το | ζωνάτο | τα | ζωνάτα |
κλητική | ζωνάτο | ζωνάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουσιαστικοποιημένο επίθετο
επεξεργασίαουδέτερο
- το στράπον