πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δονητής οι δονητές
      γενική του δονητή των δονητών
    αιτιατική τον δονητή τους δονητές
     κλητική δονητή δονητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δονητής αρσενικό

  1. (μηχανολογία) συσκευή που προκαλεί ταλαντώσεις
  2. (ηλεκτρολογία) συσκευή που μετατρέπει το συνεχές ρεύμα σε εναλλσόμενο ρεύμα
  3. σεξουαλικό βοήθημα εισχώρησης με εσωτερικό μηχανισμό δόνησης

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία