Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δόνηση οι δονήσεις
      γενική της δόνησης* των δονήσεων
    αιτιατική τη δόνηση τις δονήσεις
     κλητική δόνηση δονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόνηση < δονώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vibration) δονώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.ni.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόνηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη δονώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία