Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κραδασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κραδασμ
ός
οι
κραδασμ
οί
γενική
του
κραδασμ
ού
των
κραδασμ
ών
αιτιατική
τον
κραδασμ
ό
τους
κραδασμ
ούς
κλητική
κραδασμ
έ
κραδασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κραδασμός
< (
ελληνιστική κοινή
)
κραδασμός
<
κραδαίνω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kɾa.ðaˈzmos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κραδασμός
αρσενικό
το
τράνταγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κραδασμός
αγγλικά
:
vibration
(en)
,
shock
(en)
γαλλικά
:
vibration
(fr)