κραδαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κραδαίνω < αρχαία ελληνική κραδαίνω < κράδη
Ρήμα
επεξεργασίακραδαίνω (χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
- κρατάω στο χέρι και κουνώ απειλητικά κάποιο πράγμα (υποθετικά ως όπλο το οποίο είμαι έτοιμος να χρησιμοποιήσω εναντίον του στόχου μου)
- ⮡ κραδαίνοντας το πιστόλι, ζήτησε το πορτοφόλι του θύματος