ακράδαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακράδαντος < ελληνιστική κοινή ἀκράδαντος < αρχαία ελληνική κραδαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαακράδαντος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) σταθερός, ακλόνητος
- ※ Αλλά η «νόμιμη» βία, ακριβώς, γεννιέται από την ακράδαντη πεποίθηση αυτού που την ασκεί ότι παράγει νόημα —πολιτικό, κοινωνικό, προσωπικό. (εφ. Ελευθεροτυπία, 17.12.2009)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακράδαντα
- ακραδάντως
- → δείτε τη λέξη κραδαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακράδαντος