ακλόνητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακλόνητος < (ελληνιστική κοινή) ἀκλόνητος < ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακλόνητος, -η, -ο
- που δεν κλονίζεται
- (μεταφορικά) που εφαρμόζει σταθερά τις απόψεις του, που παραμένει πιστός στις ιδέες του
- (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον αμφισβητήσεις, αδιάσειστος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακλόνητος