Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακλόνητος η ακλόνητη το ακλόνητο
      γενική του ακλόνητου της ακλόνητης του ακλόνητου
    αιτιατική τον ακλόνητο την ακλόνητη το ακλόνητο
     κλητική ακλόνητε ακλόνητη ακλόνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακλόνητοι οι ακλόνητες τα ακλόνητα
      γενική των ακλόνητων των ακλόνητων των ακλόνητων
    αιτιατική τους ακλόνητους τις ακλόνητες τα ακλόνητα
     κλητική ακλόνητοι ακλόνητες ακλόνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακλόνητος < (ελληνιστική κοινή) ἀκλόνητος < ἀ- στερητικό + κλονέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακλόνητος, -η, -ο

  1. που δεν κλονίζεται
  2. (μεταφορικά) που εφαρμόζει σταθερά τις απόψεις του, που παραμένει πιστός στις ιδέες του
  3. (μεταφορικά) που δεν μπορείς να τον αμφισβητήσεις, αδιάσειστος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία