steadfast
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsteadfast (en) (λογοτεχνικό)
- ακλόνητος, σταθερός
- ⮡ He remained steadfast in his beliefs.
- Έμεινε ακλόνητος στις πεποιθήσεις του.
- ⮡ with steadfast loyalty - με σταθερή πίστη
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη uncompromising
- ⮡ He remained steadfast in his beliefs.