αδιάσειστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιάσειστος < αρχαία ελληνική ἀδιάσειστος < α- + διασείω
Επίθετο επεξεργασία
αδιάσειστος -η -ο
- που κανείς δεν μπορεί να τον κλονίσει, να τον αμφισβητήσει
- υπεράσπισε τον εαυτό του με αδιάσειστα επιχειρήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιάσειστος