Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.fy.tabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
irréfutable irréfutables

irréfutable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία