unshakeable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | unshakeable |
συγκριτικός | more unshakeable |
υπερθετικός | most unshakeable |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
unshakeable (en)
- ακλόνητος, ακράδαντος, για ένα συναίσθημα ή μια στάση που δεν μπορεί να αλλάξει ή να καταστραφεί
- ↪ He has an unshakeable confidence in himself.
- Έχει ακράδαντη εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
- ↪ He has an unshakeable confidence in himself.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- unshakeable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακράδαντος