ακράδαντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακράδαντα < ακράδαντος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ακράδαντα
- με ακράδαντο τρόπο, σταθερά, χωρίς αμφιβολία, χωρίς κανείς να μπορεί να (με) κλονίσει
- ↪πιστεύω ακράδαντα ότι το αύριο θα είναι καλύτερο