παραθετικά
θετικός firmly
συγκριτικός firmlier / more firmly
υπερθετικός firmliest / most firmly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
firmly < firm + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

firmly (en)

  • ακράδαντα, με ισχυρό ή οριστικό τρόπο
    ⮡  I am firmly convinced that…
    Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος ότι…